- Ἀριαῖος
- Ариэй (друг и полководец Кира Младшего)
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Αριαίος — (τέλη 5ου αρχές 4ου αι. π.Χ.).Πέρσης σατράπης των Σάρδεων, φίλος του Κύρου του Νεότερου, που μετά τον θάνατο του τελευταίου (401 π.Χ.) συνεννοήθηκε με τους Έλληνες για να τους βρει τρόπο διαφυγής, αλλά έπειτα τάχθηκε με το μέρος του Αρταξέρξη και … Dictionary of Greek
περιμένω — ΝΜΑ 1. μένω, στέκομαι ή κάθομαι κάπου ώσπου να έλθει κάποιος ή κάτι, καρτερώ (α. «θα σέ περιμένω» β. «περιμένω το λεωφορείο» γ. «περιέμενον Τισσαφέρνην οἵ τε Ἕλληνες καὶ ὁ Ἀριαῑος», Ξεν.) 2. αναμένω να μού φέρουν ή να μού στείλουν κάτι (α.… … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
Ἀριαίου — Ἀριαί̱ου , Ἀριαῖος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριαίῳ — Ἀριαί̱ῳ , Ἀριαῖος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)